Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1938 στη Τσάδα, της επαρχίας Πάφου, όπου εκεί έζησε και τα παιδικά του χρόνια. Ήταν υιός του Μιλτιάδη Παλληκαρίδη και της Αφροδίτης Παπαδανιήλ. Ήταν πάντοτε συνετός, φιλότιμος, αλλά και πολύ δραστήριος. Εκτός από άριστος μαθητής ήταν και σπουδαίος αθλητής, πρωταθλητής των 400 μέτρων από την στ' δημοτικού. Ο Βαγορής, όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν είχε από νωρίς συνείδηση του τι εστί Ευαγόρας. Γι' αυτό και σε κάποιο σημείωμά του έγραφε: "Κάτι θα ήξερε περί του μέλλοντος μου ο μακαρίτης ο νουνός μου, για να μου δώσει το όνομα του βασιλιά της Σαλαμίνας. Έτσι κι εγώ έπρεπε να φανώ αντάξιος διάδοχος." Από τα δεκατέσσερα του βρήκε τρόπο να εκφράσει τον εφηβικό του ιδεαλισμό, τα όνειρά του και την αγάπη του για την Ελλάδα. Το χαρτί...
Ο Παλληκαρίδης ήταν Αγωνιστής πριν ακόμα ιδρυθεί η θρυλική Ε.Ο.Κ.Α και η εθνική του δράση ήταν πλούσια. Αξιοσημείωτο είναι το περιστατικό της 1ης Ιουνίου του 1953, όπου ο ρωμαλέος νέος είχε μια ηρωική σύγκρουση με το δυνάστη του Ελληνικού νησιού. Με αφορμή τη στέψη της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ και μετά από εντολή του Άγγλου κυβερνήτη όλες οι πόλεις της Κύπρου σημαιοστολίζονται, ανάμεσά τους και η Πάφος. Στο Γυμναστήριο της πόλης υψώνετα προκλητικά μια μεγάλη αγγλική σημαία. Το γεγονός αυτό προκαλεό την έντονη αντίδραση του Παλληκαρίδη, ο οποίος μη αντέχοντας τη νέα βρετανική πρόκληση οργανώνει μαθητική διαδήλωση. Σφοδρές και άνισες οι συγκρούσεις μεταξύ μαθητών και αστυνομικών. Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους μονάχα τις πέτρες της Ελληνικής Γης. Οι αποικοκράτες αστυνομικοί διέθεταν ρόπαλα, κράνη, ασπίδες και τελικά όπλα. Το παλικάρι δεν πτοείται και κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης σκαρφαλώνει στα Προπύλαια, παίρνει την αγγλική σημαία, το σύμβολο της στυγνής αποικιοκρατίας, το ξεσκίζει και το πετά με ενθουσιασμό στο πλήθος, που ξεσπά σε ιαχές. Εν τέλει, η διαδήλωση διαλύθηκε μετά από δύο περίπου ώρες με τη χρήση δακρυγόνων από τους αστυνομικούς. Οι Βρετανοί ντροπιασμένοι τότε, αποχωρούν από το Γυμναστήριο.

Το πρωινό της 17ης Νοεμβριου του 1955, βρίσκεται σχισμένη η αγγλική σημαία που προηγουμένως ήταν υψωμένη στο Νοσοκομείο Πάφου. Ακολούθως οργανώνεται και πάλι μαθητική διαδήλωση. Μπροστάρης ξανά ο Ευαγόρας. Οι μαθητές ορμούν στο στρατό με μοναδικό όπλο τους τις πέτρες, τις πέτρες και εφηβικό ενθουσιασμό. Κάποια στιγμή αντικρύζει , δύο στρατιώτες να χτυπούν άνανδρα ένα μαθητή, με το όνομα Λουκής Πετρίδης. Ο Ευαγόρας δίχως δεύτερη σκέψη ορμά με οργή απάνω στους Άγγλους στρατιώτες. Χτυπά τον ένα με πέτρα και στο δεύτερο δίνει μια δυνάτή γροθιά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκονται και δύο καταγής. Μέχρι να συνέλθουν και να σηκωθούν, οι δύο νέοι ήταν αρκετά μακριά. Γι' αυτή του την πράξη συλλαμβάνεται και οδηγείται την επομένη στο δικαστήριο. Η δίκη του ορίζεται για τις 6 Δεκεμβρίου...
Την παραμονή της δίκης του αποφασίζοντας πως δεν μπορεί να κάμει στη φυλακή περνάει βιαστικά και αφήνει ένα αποχεραιτηστήριο σημείωμα στην έδρα της τάξης. Το εγερτήριο σάλπισμα του Ευαγόρα. Το βράδυ τον βρίσκει στο βουνό αντάρτη, ενταγμένο πλέον στην Ε.Ο.Κ.Α να φορεί την παμπάλαια, δοξασμένη στολή του Έλληνα πολεμιστή. Την ίδια που φορούσε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και ο Ονήσιλλος στην Κύπρο, oι Αγωνιστές του 1821, αυτήν που φόραγαν και τα παλικάρια του '40 στα βουνά της Πίνδου.

Το Σεπτέμβρη του '56 ο Άγγλος στρατάρχης στέλνει στην αγχόνη ακόμα τρεις γενναίους Αγωνιστές της Ένωσης και της Λευτεριάς. Τον Στέλιο Μαυρομμάτη, τον Ανδρέα Παναγίδη και τον Μιχαήλ Κουτσόφτα. Στο άκουσμα της είδησης ο Παλληκαρίδης γράφει από το κρυσφήγετό του ένα ποίημα με τίτλο "To τελευταίο τρίο του απαγχονισμού":

Γιατί μαυρίζει ο ουρανός
κι ας είναι καλοκαίρι;
Λες κι αυγή κατάμαυρο
χαπάρι θα μας φέρη...

Και νά! χτυπούνε πένθιμα
κάθε χωριού καμπάνες.
Κλαίνε μαζί τρεις μάνες,
μαζί τους κι όλη η γη.

Κι είναι γλυκό το κλάμα τους
από χαρά λες και κλαίνε.
Λόγια Σουλιώτου λένε,
στην πένθιμη σιγή:

"Ποτέ δε θα πεθάνουνε,
όσοι πεθάναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα,
θα σπάσον κάποια μέρα,
και θ' ακουστούν ελεύθερα
τραγούδια πέρα ως πέρα
στο Ελληνικό νησί..."

...Η Μοίρα όμως ήθελε τον Ευαγόρα να είναι αυτός ο τελευταίος που θα περάσει στην αθανασία μέσω της αγχόνης.

Το Δεκέμβριο συλλαμβάνεται, αφού πιάστηκε να μεταφέρει ένα όπλο μπρέν και οδηγείται στο στρατόπεδο της Λίμνης, όπου ήταν τόπος βασανηστηρίων. Ύστερα από δέκα ολόκληρες μέρες μεταφέρεται στο "Δασούδι" και οι Βρετανοί ειδοποιούν τον πατέρα του αγοριού, να περάσει να δει το γιο του. Ο Μιλτιάδης βρίσκει το διο του σε άθλια κατάσταση λόγω των βάναυσων βασανηστηρίων. Ο Αγωνιστής όμως, παρά τα βασανηστήρια και τις βαρβαρότητες των στρατιωτών δεν απεκάλυψε τίποτα.

Στο δικαστήριο ο δικαστής Σω (Άγγλος φυσικά) ρωτάει τον Παλληκαρίδη, ο οποίος στεκόταν αγέρωχος στο ειδώλιο του κατηγορουμένου:
"Έχεις τίποτε να πεις για να μην καταδικασθείς σε θάνατο;"

Ο Έλληνας ορθώνει το ανάστημα και λέει χαρακτηριστικά:


"Γνωρίζω ότι θα καταδικασθώ σε θάνατο. Θα με κρεμάσετε το ξέρω. Ό,τι έκαμα, το έκαμα σαν Έλληνας Κύπριος, που ζητά τη λευτεριά του. Εύχομαι να είμαι ο τελευταίος Κύπριος που θα αντικρύσει την αγχόνη.


Ζήτω η Ένωσις της Κύπρου με τη Μητέρα Ελλάδα! Τίποτε άλλο!

Όσοι τον επισκέφθηκαν την 12η Μαρτίου, μία μόνο μέρα πριν τον απαγχονισμό του είχαν να που αντί να του δώσουν οι αυτοί θάρρος τους έδινε εκείνος. Από τον πατέρα του που τον επισκέφθηκε ο Ευαγόρας ζήτησε να του φέρει μόνο το Σταυρό του, τον οποίο είχαν αφαιρέσει οι Άγγλοι από το λαιμό του όταν τον συνέλαβαν. Όταν ο γερο-Μιλτιάδης βγαίνει μαζί με τη γυναίκα του από τις φυλακές, έχει ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του ένα περίεργα ασυνήθστο χαμόγελο. Οι δημοσιογράφοι που βρίσκονταν εκεί κυκλώνουν τον άντρα, ενώ ένας Εγγλέζος δημοσιογράφος ρωτάει απορημένος: "Tι σόι άνθρωποι είναι αυτοί; Φαίνεται πως η ελληνική μυθολογία με τους τίτλους και τους ήρωες δεν είναι καθόλου μυθολογία."


Κάποιος αγανακτισμένος απαντάει με ορμή: "Έλληνες! Αλλά αυτή η λέξη δεν μεταφράζεται στα αγγλικά. Και αν μεταφρασθεί, δεν θα την καταλάβετε."


Εν τω μεταξύ, γίνονται προσπάθειες από παντού να δωθεί χάρη στον Ευαγόρα και να μην κρεμασθεί. Μάταια όμως.
Ο Θεός είχε αποφασίσει πως ο επίλογος της επίγειας ζωής του Ευαγόρα Παλληκαρίδη θα γραφόταν τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου του έτους 1957. Την άγια εκείνη ώρα ο Παλληκαρίδης βαδίζει ήρεμος και γαλήνιος προς την αγχόνη τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. Δεν έμεινε πλέον τίποτα για να πτοήσει το παλικάρι της Πάφου. Ούτε ο θάνατος ο ίδιος. Μετά από δύο λεπτά (14 Μαρτίου) ανοίγει η καταπακτή. Ο Ευαγόρας βρίσκεται ήδη στα ουράνια. Πάει να συναντήσει τους προγόνους του, τους συναγωνιστές του και το Θεό. Η υστεροφημία και η αιώνια τιμή πλέον, θα συντροφεύουν για τους υπόλοιπους αιώνες το δοξασμένο όνομα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη.